Ελάτε στην παρέα μας !

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Πόσο πολύ σ΄αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις...

Γιατί μωρέ Πέτρο; 
Η Δήμητρα και ο Πέτρος συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην πρώτη τάξη του ιδιωτικού γυμνασίου εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 60. 
Και οι δύο ήταν καλοί μαθητές και σύντομα διακρίθηκαν στην τάξη για την επιμέλειά τους. Τους ξεχώρισαν και οι καθηγητές τους και σύντομα σε αυτήν ανέθεσαν το απουσιολόγιο και αυτόν τον όρισαν ως επιμελητή, αξιοζήλευτες θέσεις τότε. 
Οι αυξημένες υποχρεώσεις της τάξης σύντομα τους έφεραν κοντά. Έγιναν φίλοι. Αυτή καλή στα φιλολογικά και αυτός στα μαθηματικά, σύντομα ανέπτυξαν και μια ιδιαίτερη σχέση βοηθώντας ο ένας τον άλλον στις ασκήσεις. 
Στα διαλείμματα οι υποχρεώσεις τους στην αίθουσα τους έδιναν το ελεύθερο να παραμένουν μόνοι τους στην τάξη, ετοιμάζοντας τα μαθήματα της επόμενης ώρας. Κάπως έτσι πέρασαν τα τρία πρώτα χρόνια του γυμνασίου. Τότε δεν υπήρχε το λύκειο και το πέρασμα στην Δ΄ τάξη τους βρήκε με ακόμη δυνατότερη φιλία. 
Όπως ήταν φυσικό μπαίνοντας στην εφηβεία, κάτι άλλαζε στα αισθήματά τους. Όμορφοι και οι δύο με φυσιολογική ανάπτυξη σύντομα αντιλήφθηκαν, ότι κάτι πιο δυνατό τους ένωνε. 
Τα αγγίγματα κρατούσαν λίγο περισσότερο και αυτό έφερνε σε αμηχανία τις άγουρες ψυχές τους. Στην επόμενη τάξη είχαν πια όλα τα χαρακτηριστικά των νέων ανθρώπων. Όμως κάτι τους μπέρδευε. 
Χωρίς να το καταλάβουν μπήκαν σε έναν αδιέξοδο ανταγωνισμό για το ποιος είναι καλύτερος ή εξυπνότερος. 
Τα αισθήματα δυνάμωναν, όμως αυτό τους αναστάτωνε, τους δημιουργούσε μιαν ανασφάλεια, που πολλές φορές κατέληγε σε παράλογους θυμούς, σε εκρήξεις ευαισθησίας, σε αναίτιους καυγάδες, σε άδικα παράπονα. 
Το ερωτικό παιχνίδι τους πήρε λάθος δρόμο. 
Πέθαινε ό ένας για τον άλλον, αλλά δεν εύρισκαν το σωστό τρόπο να το εκδηλώσουν. 
Μπροστά στους συμμαθητές προσπαθούσαν να δείξουν ότι δεν υπάρχει τίποτε παραπάνω από μια συμμαθητική σχέση και αυτό χειροτέρευε τα πράγματα. 
 Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησαν και τα φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις. 
Παρά το ότι η Δήμητρα δεν ήταν καλή στα μαθηματικά μην μπορώντας να αποχωριστεί τον Πέτρο δήλωσε υποψήφια για το θετικό κύκλο (τότε στις εισαγωγικές υπήρχαν μόνο δύο κατευθύνσεις). 
Χρειάζονταν λεωφορείο από τον συνοικισμό που έμεναν, για το φροντιστήριό τους που ήταν κοντά στο Πανεπιστήμιο. 
Συναντιόντουσαν στη στάση της και μαζί έκαναν ολόκληρη τη διαδρομή. 
Και τη νύχτα μαζί επέστρεφαν. 
Την άφηνε πάντα στην πόρτα του σπιτιού της και αυτός συνέχιζε με τα πόδια στο σπίτι του, που ήταν δύο στάσεις μακρύτερα. 
Συχνά ο πατέρας της Δήμητρας τους περίμενε με το αυτοκίνητό του και τους επέστρεφε στο σπίτι. 
Έτσι άρχισε και μια εξοικείωση που κατέληξε σε ανταλλαγές επισκέψεων στις ονομαστικές γιορτές μεταξύ των δύο οικογενειών τους. 
 Όλα πήγαιναν καλά εκτός από τους ίδιους. 
Η Δήμητρα αντιλήφθηκε ότι η επιλογή της στον θετικό κύκλο ήταν πέρα από τις δυνατότητές της και ότι υστερούσε σημαντικά από το φίλο της. 
Παρά το ότι ο Πέτρος έδειχνε να μην πρόσεχε τη διαφορά απόδοσής τους και την βοηθούσε όσο μπορούσε, η Δήμητρα έγινε ακόμη πιο νευρική, απότομη και άδικη. 
Δεν συγχωρούσε τον εαυτό της για την επιλογή και κυρίως δεν συγχωρούσε τον Πέτρο που δεν έκανε αυτός την επιλογή του για τον κλασσικό κύκλο, όπου αυτή θα είχε το πάνω χέρι.
 Η τελευταία τάξη τους βρήκε ακόμη πιο ερωτευμένους. 
Ο Πέτρος ξαγρυπνούσε για να βρει τρόπο να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του. Ετοίμαζε λογίδρια, όταν όμως την έβλεπε ξέχναγε τα λόγια. Αυτό τον θύμωνε με τον εαυτό του και του έβγαινε ως νεύρα για οτιδήποτε. 
Η Δήμητρα από την άλλη περίμενε από μέρα σε μέρα την εκδήλωση του έρωτα του φίλου της, που όσο αυτός όμως αργούσε, τόσο την έκαναν και αυτή νευρική. 
Γενικά τα νεύρα και ο θυμός περίσσευε σε μια σχέση που θα μπορούσε να ήταν ένα ποίημα αγάπης. 
 Οι εξετάσεις ήλθαν και όπως ήταν αναμενόμενο ο Πέτρος μπήκε στο Πολυτεχνείο και η Δήμητρα δεν τα κατάφερε. 
Εκεί η κατάσταση άρχιζε να αλλάζει. 


Ως πρωτοετής το αγόρι δεν έχανε μάθημα. 
Έτρωγε στη Φοιτητική Λέσχη και έμενε μέχρι το απόγευμα για τα εργαστήρια. 
Το βράδυ πήγαινε για καφέ με τους νέους του φίλους και γύριζε αργά στο σπίτι για να φύγει την άλλη μέρα πάλι νωρίς - νωρίς. 
Η γειτονιά τον έχασε, το ίδιο και η Δήμητρα η οποία αποφάσισε να ψάξει για δουλειά, για να βοηθήσει και στα οικονομικά της οικογένειας.
Τα επόμενα χρόνια η σχέση συνεχίσθηκε σε πιο ήρεμα νερά. 
Την νοιαζότανε ο Πέτρος τη Δήμητρα και την αγαπούσε με τον ίδιο τρόπο. 
Μερικές φορές την πήρε για καφέ με τους συμφοιτητές, αλλά γρήγορα η κοπέλα το σταμάτησε γιατί καταλάβαινε ότι δεν χωρούσε σε μια παρέα ανόητων κουλτουριάρηδων φοιτητών. 
Πιο καλά ένιωθε όταν πήγαιναν μόνοι να δουν κάποια ταινία. 
Εκεί στα θερινά τα σινεμά, κάτω από τα αστέρια τον ένιωθε περισσότερο κοντά της.
 Θεέ μου πόσο ήθελε να τον αγκαλιάσει και να του πει πόσο πολύ τον αγαπά και πόσο άδεια είναι η ζωή της χωρίς αυτόν. 
Ποτέ δεν το τόλμησε βλέποντάς τον να παρακολουθεί την ταινία με ενδιαφέρον σαν αυτή να μην υπήρχε. 
Από την άλλη το ίδιο ήθελε και ο Πέτρος που ξεκινούσε να απλώσει το χέρι του να την χαϊδέψει να της πει πόσο την αγαπά και πόσο άδεια είναι η ζωή του χωρίς αυτήν. 
Ποτέ δεν το τόλμησε βλέποντάς την να παρακολουθεί την ταινία με ενδιαφέρον σαν αυτός να μην υπήρχε. 
Δύο γραμμές τραίνου οι ζωές τους που κινούνται παράλληλα, να θέλουν να συγκλίνουν να αγγίξουν η μία την άλλη, όμως ποτέ δεν υπήρξε αυτή η μικρή τυχαία εκτροπή, που θα άλλαζε το μέλλον τους.
 Λίγο πριν από το πτυχίο ο Πέτρος γνώρισε την Αγνή. 
Φοιτήτρια και αυτή είχε πολλές ομοιότητες με τη Δήμητρα, αλλά ήταν πιο ρεαλιστική. 
Είχε έναν δυναμικό εξουσιαστικό χαρακτήρα που τον παράσερνε σε γρήγορες αποφάσεις και σύντομα επισκίασε τη Δήμητρα. 
 Αρραβωνιάστηκαν πριν φύγει για το στρατό. 
Η Δήμητρα θυμωμένη και πληγωμένη σύντομα δημιούργησε σχέση με τον Τάσο, ένα γειτονόπουλο που πάντα της έδειχνε τον έρωτά του, χωρίς όμως μέχρι τότε να έχει μια ανταπόκριση. 
 Η Δήμητρα παντρεύτηκε πρώτη, όσο ο Πέτρος ήταν στο στρατό. 
Με τα γεγονότα της Κύπρου, οι άδειες ήταν δύσκολες και έτσι δεν παρευρέθηκε στο γάμο της φίλης του. Εκείνη πήγε όμως στον δικό του γάμο, κρατώντας με περηφάνια το μπράτσο του άνδρα της, όταν πέρασε να χαιρετίσει τους νεόνυμφους. 
Κοιτάχτηκαν για μια μόνο στιγμή. 
Μια στιγμή για όλους, όμως για τους δύο μια ολόκληρη ζωή.
Τα μαθήματα, τα πειράγματα, οι θυμοί, οι αγάπες, τα όνειρα, ο ανείπωτος έρωτας, τους διαπέρασαν καθώς του έσφιγγε το χέρι και του ευχότανε κάθε ευτυχία.
 Ήταν η τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Η εταιρία του άνδρα της τον έστειλε στη Ρόδο και αυτή φυσικά τον ακολούθησε με τα δύο τους παιδιά. Θα μπορούσε η ιστορία να τελειώσει εδώ, όμως η ζωή είναι αυτή που καθορίζει το τέλος. Μετά από χρόνια η Δήμητρα και ο Πέτρος συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο. Δυσκολεύθηκαν να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο, με τα άσπρα μαλλιά και τις ρυτίδες στο πρόσωπο. 
Την αναγνώριση την έκαναν περισσότερο οι καρδιές τους που χτύπησαν συναγερμό, παρά τα γερασμένα τους μάτια. Κοιτάχτηκαν με αμηχανία και μετά αγκαλιάστηκαν. Πάνω από μισός αιώνας έπρεπε να περάσει για να κάνουν αυτό, που δεν κατάφεραν στα νιάτα τους. 
Η τρυφερότητα που ο χρόνος δεν μπόρεσε να σβήσει, η φλόγα που έμεινε αναμμένη, η πρώτη αληθινή αγάπη που επέζησε, παρέμειναν αναλλοίωτα, μαζί με το μονάκριβο μυστικό στις καρδιές τους. 
Κάθισαν σε ένα καφέ και μίλησαν για τη ζωή τους, τους συντρόφους τους, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους. Δεν είπαν τίποτε για τους εαυτούς τους. 
Σαν η κοινή τους ζωή να μην υπήρξε. 
Σαν να μην ξαγρύπνησε ο ένας για τον άλλον. 
Σαν να μην έκλαψε ο ένας για τον άλλον. 
Σαν να μην τους πλήγωσαν οι χωριστοί δρόμοι που πήραν. 
Φοβήθηκαν τις ανείπωτες αλήθειες, προτίμησαν και πάλι τη σιωπή, αυτή που τους καθόρισε ολόκληρη τη ζωή τους. 
Η ώρα πέρασε γρήγορα. 
Έπρεπε να πάνε στα σπίτια τους πριν ανησυχήσουν οι δικοί τους για την αργοπορία τους. Γέροι άνθρωποι είναι. 
Καθώς σηκωνόταν ο Πέτρος, τα πόδια του λύγισαν. 
Η συγκίνηση που τόση ώρα με επιμέλεια έκρυβε, ξετρύπωσε από τα σωθικά του και σκοτείνιασαν το γύρω του. 
Η Δήμητρα σαν να το περίμενε τον άρπαξε αμέσως, τον αγκάλιασε και τον κράτησε όρθιο. Έμειναν αγκαλιασμένοι μέχρι να συνέλθει. Τα πρόσωπά τους πιο κοντά από κάθε άλλη φορά στη ζωή τους. 
Τα χείλη τους σχεδόν άγγιζαν το ένα μετά το άλλο. «Γιατί μωρέ Πέτρο έπρεπε να γίνει έτσι; Γιατί μωρέ;» ψιθύρισε η Δήμητρα πριν ξεσφίξει τα χέρια της. 
Την είδε να φεύγει, να πάει στον άνδρα της. Ούτε τηλέφωνα αντάλλαξαν. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση. 
Έπρεπε και αυτός να πάει στη γυναίκα του. Εδώ βάζω εγώ το τέλος της ιστορίας. Δεν ξέρω αν συμφωνεί και η ζωή.!!!! 
 Δεν μπορώ να αντισταθώ να γράψω τους στίχους της Κατίνας Παΐζη που τραγούδησε ο Θηβαίος και αφορά σε όλους τους Πέτρους και Δήμητρες και όλους τους ανεκπλήρωτους έρωτες αυτής της ζωής. 
 
Πόσο πολύ σ΄αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις
απ' τη ζωή μου πέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης 
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά 
κι αν δεν προσμένεις να με δεις, κι εγώ πως θα ξανάρθεις, 
εσύ του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή
 αιώνια θα το τραγουδώ, κι εσύ δε θα το μάθεις, 
 πως οι στιγμές που μου 'δωσες αξίζουν μια ζωή.

 

Από τη σελίδα του κ.Παύλου Κωνσταντινίδη

Δεν υπάρχουν σχόλια: