Ελάτε στην παρέα μας !

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

Ανεκπλήρωτοι εφηβικοί έρωτες...

ΓΡΑΦΕΙ ο κ. Παύλος Κωνσταντινίδης 
 Απόψε θα σας διηγηθώ για τον Κώστα και τη Μαρία. Για δύο νέους ανθρώπους που μεγάλωσαν μαζί...
Πριν το νηπιαγωγείο ακόμη, με τα σπίτια τους δίπλα-δίπλα έπαιζαν στο πάρκο, μοίραζαν τα παιχνίδια, τις λιχουδιές, τις ζωγραφιές τους. 
Πολλοί στο σχολείο νόμιζαν ότι ήταν αδέλφια. Έμοιαζαν και λίγο. Οι γονείς γέλαγαν όταν η μικρή Μαρία έλεγε με τσαχπινιά ότι, όταν μεγαλώσει θα παντρευτεί τον Κωστάκη και κείνος όλο έπαρση σταύρωνε τα χεράκια στο στήθος, σήκωνε τη μυτούλα και απαντούσε σιγά μην παντρευτώ το νιάνιαρο. 
Στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού, άρχισαν τα σώματα να αλλάζουν. Μαζί και ο χαρακτήρας τους. Ο Κώστας πιο κλειστός, πιο μαζεμένος, η Μαρία εξωστρεφής δραστήρια, πάντα χαρούμενη, ακόμη και στα δύσκολα. 
Σε λίγο η ομάδα είχε αρχηγό. 
Ο Κώστας απολάμβανε να ζει στη σκιά της, καμάρωνε κρυφά που ήταν ο καλύτερος φίλος αυτού του χαρισματικού κοριτσιού. 
Στο γυμνάσιο ο Κώστας ήταν ήδη απόλυτα εξαρτημένος από τη φίλη του. Τα αισθήματά του γι αυτήν άλλαζαν, ένιωθε ότι ήθελε κάτι άλλο περισσότερο, η συντροφιά και μόνο δεν του αρκούσε. 
Όσο μεγάλωναν γινόντουσαν και οι δύο όμορφοι έφηβοι. 
Το αγόρι απλά ψήλωνε. Όμως το κορίτσι! το στήθος φούσκωνε, οι γοφοί στρογγύλευαν, τα χείλη γίνονταν σαρκώδη. 
Μεγάλα μπερδέματα άρχισαν στο παιδί, καθώς έβλεπε καθημερινά το λουλούδι να ανθίζει. Τα μάτια, το στόμα, τα μαλλιά, ο λαιμός, το σώμα σχημάτιζαν έναν αιθέριο άγγελο που τον στροβίλιζε ολόκληρο, τον ζάλιζε, τον αναστάτωνε. Στο λύκειο τους χώρισαν σε διαφορετικά τμήματα. 
Ο Κώστας δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Έπεσε σε μελαγχολία. Από εκεί που ήταν ένας πολύ καλός μαθητής, άρχισε το σχολείο να μην τον ενδιαφέρει. Και η Μαρία δεν το πήρε πολύ καλά, όμως το ξεπέρασε γρήγορα. Το βασανιστήριο του αγοριού μεγάλωνε όταν διάβαζαν παρέα. 
Την άγγιζε και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Ακουμπούσαν τα γυμνά τους μπράτσα και η λάβα της, πέρναγε ατόφια στο κορμί του. Καμιά φορά καθώς σπρωχνόντουσαν παίζοντας, ερχότανε πρόσωπο με πρόσωπο. 
Πόσο πολύ λαχταρούσε να την αγκαλιάσει σφικτά, όμως φοβότανε μην την πληγώσει ή να μην πληγωθεί ο ίδιος, όπως ακριβώς ο απελπισμένος Ψαλιδοχέρης, έτρεμε μην κάνει κακό άθελά του στην Κιμ. Και η Μαρία ανέμελη να του γελά, να του ανακατώνει τα μαλλιά, να τον τσιμπάει. 
Να του εκμυστηρεύεται όλα τα κοριτσίστικα μυστικά της και αυτός που είχε ένα και μοναδικό, πώς να το φανερώσει! 
Ο Κώστας βίωνε το χειρότερο βασανιστήριο που ο διάβολος εμπνεύστηκε για να βασανίζει τις ψυχές στην κόλαση «την αναμονή», όπως έλεγε ο Καρλ Γιουνγκ. 
Κάθε φορά που πήγαινε να της μιλήσει, το κουράγιο τον εγκατέλειπε. Όλες οι πρόβες, τα λογίδρια, οι πόζες, πήγαιναν χαμένα, τα πόδια λύγιζαν, η γλώσσα δένονταν και κρύος ιδρώτας τον έλουζε. 
Ένας πεισματικά μουγγός έρωτας, που τρέμει την απόρριψη!!. Και η άλλη πάλι; Κουφή, ανίκανη να ακούσει το άηχο ουρλιαχτό του. 
Μήτε καν ένιωθε την τρικυμία που προκαλούσε στον παιδικό της φίλο! Με το έμπα της άνοιξης, που οι ορμόνες του ανεξέλεγκτες πια ξεχείλιζαν από κάθε του κύτταρο, πήρε επιτέλους την απόφαση να της μιλήσει, να της πει ότι η μυρωδιά της τον μεθάει, η φωνή της είναι μια γλυκιά μελωδία, ότι χωρίς εκείνη είναι μισός άνθρωπος. Και η ευκαιρία ήλθε και ήταν μοναδική. 
 Κάθε Πρωτομαγιά κάνανε μια εκδρομή οι δυο τους, να πιάσουν το Μάη, να μαζέψουν λουλούδια και να κάνουν στεφάνια. Ήταν παράδοση από τα 6 τους αυτή η εκδρομή. Στην αρχή με τις οικογένειες, στη συνέχεια μόνοι. 
Την παραμονή πού να τον πιάσει ύπνος! ούτε που ξάπλωσε. 
Έκανε πάλι πρόβες στον καθρέπτη, έγραφε κείμενο που άλλοτε του φαίνονταν γλυκανάλατο, άλλοτε υπερβολικό και συνέχεια το διόρθωνε μπας και βρει μια ισορροπία, που δεν έρχονταν. 
Το πρωί τον βρήκε ξάγρυπνο. Στις 9 η ώρα πήρε το σακίδιο με τα φαγώσιμα και βγήκε στο δρόμο, που συνήθως αντάμωνε με τη φίλη του. 
Τον περίμενε με το ίδιο χαμόγελο και την ίδια καλή διάθεση, που είχε πάντα. 
 -Θέλω να μιλήσουμε για κάτι σοβαρό σήμερα, βρήκε το κουράγιο να της πει, περισσότερο για να μην δειλιάσει ξανά. 
-Και εγώ θέλω να σου πω κάτι. Και το δικό μου είναι σοβαρό. Ήλθε καιρός να στο εξομολογηθώ. 
Ο Κώστας μόνο που δεν ούρλιαξε από τη χαρά του. Επιτέλους, Θεέ μου επιτέλους!!!

 Πέταξε στον ουρανό. Ξεκίνησαν. Ένα στενό πιο κάτω συνάντησαν το συμμαθητή της Μαρίας, τον Τόνυ. Ένα ψιλό, αδύνατο, μαύρο παιδί. 
 -Πάτε για τα πευκάκια; τους ρώτησε. Σας πειράζει να έλθω μαζί σας, γιατί ο κολλητός μου αρρώστησε; 
 -Γιατί να μας πειράξει, παρέα θέλουμε και εμείς, τι λες και εσύ καλέ μου; 
-Φυσικά γιατί όχι; ψέλλισε μόνο, καθώς ο κόσμος διαλύονταν γύρω του, καταιγίδα χτύπησε με μιας το κορμί του, ένα μούδιασμα τον παρέλυσε ολόκληρο. Από τον ουρανό, στο βάραθρο. 
Πάλι έχανε την ευκαιρία να της μιλήσει. 
Ο Κώστας μούτρωσε. 
Ο παρείσακτος τι μας κουβαλήθηκε τώρα; 
Σήμερα βρήκε; 
Γιατί δεν πήγαμε από άλλο δρόμο; 
Όλα τα κακά συναισθήματα του έπνιγαν τα σωθικά. Ο πονηρός, ο μοχθηρός, ο δειλός, ο…ο… Με τι δεν έλουσε τον καημένο τον Τόνυ. Και εκείνος λες και το έκανε επίτηδες τους έδειχνε με πολύ διακριτικότητα τα φιλικά του αισθήματα. Μιλούσε ευγενικά και στους δύο, κρατούσε και μια απόσταση στο δρόμο. 
Η Μαρία φρόντιζε να έχει πάντα στη μέση τον Κώστα. Και θα ήταν μια ευχάριστη παρέα εάν δεν ήταν…. παρείσακτος, ειδικά αυτήν την ημέρα των μεγάλων μυστικών. Λίγο πριν φθάσουν στο δασάκι τους, η Μαρία, έπιασε τρυφερά το μπράτσο του Κώστα. Πρώτη φορά τον κράτησε αγκαζέ. 
Από το βάραθρο πάνω στον ουρανό και πάλι, μιας στιγμής δρόμος. Το κατέβασμα τον διέλυσε, το ανέβασμα τον ανασύνθεσε πάλι κύτταρο - κύτταρο, μόριο - μόριο. Το μυαλό ξεπάγωσε και ξαναλειτούργησε. Σε δύο εβδομάδες η Μαρία είχε τα γενέθλιά της και από τότε που σταμάτησαν οι τούρτες και τα κεράκια, τα γιόρταζαν στην καφετέρια της γειτονιάς, μόνοι χωρίς γονείς και συγγενείς. Υπήρχε νέα ευκαιρία! Μάζεψαν μαργαρίτες και παπαρούνες. 
Η Μαρία όπως πάντα βοήθησε τον Κώστα να πλέξουν τα στεφάνια τους. Άφησαν τον Τόνυ να παιδεύεται μόνος να πλέξει ένα, δεν τα κατάφερε και το παράτησε. Δεν φάνηκε να τον νοιάζει. Έμεινε πασπαλισμένος με κομμάτια από φύλλα παπαρούνας. Γέλασαν και οι τρεις τους με την τσαπατσουλιά του. 
Ο Κώστας παρατηρώντας τη συμπεριφορά της φίλης του φαινότανε πολύ πιο χαλαρός. Άπλωσαν μια κουβέρτα πάνω στις βελόνες, στη σκιά ενός πεύκου. Έβγαλαν τα τρόφιμα που είχαν στα σακίδια, η Μαρία τα δικά της τα έβαλε όπως πάντα στα πιάτα μιας χρήσης, που μοιράζονταν με τον Κώστα. 
Βοήθησε και τον Τόνυ να τακτοποιήσει τα δικά του σε πιάτα που του δάνεισε. Έφαγαν με την εφηβική τους όρεξη, ήπιαν και από δύο χλιαρές μπύρες , είπαν μερικά ανέκδοτα, διηγήθηκαν και μερικά αστεία περιστατικά από το σχολείο. Η ατμόσφαιρα χαλάρωσε ακόμη περισσότερο. Ο Κώστας ήταν βέβαιος, ότι η Μαρία δεν θα έβρισκε ευκαιρία να του πει το μυστικό της που μάντευε πιο ήταν. 
Είχαν τον παρείσακτο μαύρο μπελά μαζί τους. 
Η αϋπνία, η προσμονή, η απογοήτευση και οι χλιαρές μπύρες, αποτελείωσαν τον καημένο τον Κώστα. 
Πριν το καταλάβει κούρνιασε καθιστός και τον πήρε ο ύπνος. 
Μια μικρή αράχνη που προσπαθούσε να μπει στη μύτη του τον ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του. Δύο ζευγάρια χέρια τραβήχτηκαν απότομα, δύο χείλη χώρισαν, ένας κόσμος διαλύθηκε. Η Μαρία και ο Τόνυ καθόντουσαν τόσο κοντά που ήταν αδύνατον να προλάβουν να χωρίσουν τελείως τα σώματά τους. 
Ο Κώστας γύρισε το κεφάλι του από την άλλη. Το δάκρυ κύλησε λες και ήταν έτοιμο από πριν. Κόμπος στο λαιμό, μούδιασμα στο μυαλό. 
Δεν μπορούσε να τους κοιτάξει, ούτε να μιλήσει. 
Το βάραθρο αυτή τη φορά δεν είχε πάτο. Η κατρακύλα δεν είχε τελειωμό 
-Καλέ μου κλαις; 
-Γιατί να κλάψω; 
Ένα σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου. Θα το βγάλω. Μην ανησυχείς. 
Ακόμη και τώρα με κομματιασμένη την ψυχή, την νοιαζότανε. 
Ένα πράγμα μόνο δεν μπορούσε να παλέψει. Θεέ μου εγώ είμαι τελικά ο παρείσακτος; Αυτή ήταν η τελευταία λογική σκέψη που έκανε, πριν αρχίσει να μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρεία. 
 Αφιερωμένο σε όλους τους ανεκπλήρωτους εφηβικούς έρωτες.

Υγ. Ο κ. Παύλος Κωνσταντινίδης είναι Δασολόγος , Τακτικός Ερευνητής στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: