Στην Ιτέα (Κρετσίστα) Ραπτοπούλου Ευρυτανίας που πρωτοδιορίστηκα δάσκαλος γνώρισα έναν πράο, θυμόσοφο Κρετσιστινό, τον μπαρμπα-Θανάση Τριαντάφυλλο. (Τον αποκαλώ μπαρμπα-Θανάση, παρόλο που είναι χρόνια πεθαμένος, γιατί μου φαίνεται τόσο ζωντανός, όταν τον θυμάμαι)
Ο «γέρων πρεσβυτίας, άκρως φίλος της παιδείας» (έτσι υπέγραψε το γράμμα που μου έστειλε, όταν πήρα μετάθεση και έφυγα από το χωριό του), όσο υπηρετούσα στην Ιτέα με πολλή διακριτικότητα προσπαθούσε να με μυήσει στις συνήθειες και τις ιδιαιτερότητες της ζωής του χωριού του, αλλά και στη ζωή των κατοίκων του τις περασμένες δεκαετίες. Για όποιο πρόβλημα αντιμετώπιζα ο μπαρμπα-Θανάσης εύρισκε λύση και του ήμουν ευγνώμων γι' αυτό.
Είχα δυο παιδιά του μαθητές, την Ελευθερία και τον Αλέκο, αλλά ο μπαρμπα-Θανάσης συμπεριφερόταν και μου μιλούσε λες κι όλοι οι μαθητές του σχολείου, 37 τον αριθμό, ήταν δικά του παιδιά.
Ήμουν νέος 24 ετών, ορμητικός και ενθουσιώδης, και οι συζητήσεις μαζί του ήταν απόλαυση. Αγαπούσε πολύ το διάβασμα και δεν άφησε βιβλίο για βιβλίο αδιάβαστο από τη φτωχή βιβλιοθήκη μου, αλλά και από την υποτυπώδη σχολική, δανειστική βιβλιοθήκη που προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε με μεταχειρισμένα βιβλία που μας έστελναν κάποιοι συνάδελφοι σχολείων της Λαμίας. Με εξέπλησσε η διεισδυτική του ματιά και η κριτική τουσκέψη.
Δε θα ξεχάσω όμως ένα συμβάν που μας στενοχώρησε και τους δυο. Το κοντινότερο χωριό που διέθετε μεγάλο παντοπωλείο, κάτι σαν σημερινό Σούπερ Μάρκετ, ήταν η Γρανίτσα. Εκεί το παντοπωλείο του Πάντου είχε τα ...πάντα.
Πώς να μεταφερθούν όμως μέχρι την Κρετσίστα, που δεν είχε συγκοινωνία;
-Δάσκαλε, αύριο θα πάω με το μουλάρι μου στη Γρανίτσα. Σημείωσε ό,τι χρειάζεσαι να σου το φέρω. Στο μουλάρι μπορώ να φορτώσω πολλά πράγματα, μου είπε μια μέρα ο μπαρμπα-Θανάσης.
Παρήγγειλα, όσα χρειαζόμουν -και δεν ήταν λίγα-, αφού υπήρχε υποζύγιο. Το πρόβλημα εντοπιζόταν κυρίως στα δοχεία του λαδιού και του πετρελαίου. (Δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα).
Πότε θα ξανάβρισκα τέτοια ευκαιρία;
Έτυχε όμως, την άλλη μέρα το απογευματάκι, όταν επέστρεφε ο μπαρμπα-Θανάσης από τη Γρανίτσα με το μουλάρι φορτωμένο, να βρίσκομαι στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου κατέληγαν οι δρόμοι-μονοπάτια που οδηγούσαν από Λεπιανά, Ραφτόπουλο και Γρανίτσα προς Κρετσίστα.
Βλέπω, λοιπόν, να ξεπροβάλει το μουλάρι φορτωμένο, ο μπαρμπα-Θανάσης πεζός και πίσω η γυναίκα του φορτωμένη «ζαλίγκα» το δοχείο το λάδι που παρήγγειλε η αφεντιά μου! Ντράπηκα και θύμωσα με τον εαυτό μου, γιατί ίσως εγωιστικά και ασφαλώς επιπόλαια δε σκέφτηκα τις δυσκολίες της μεταφοράς.
- Μπαρμπα-Θανάση με συγχωρείς, αλλά μου είχες πει ότι θα μεταφέρεις τα ψώνια με το μουλάρι. Όχι να φορτωθεί η γυναίκα σου το δικό μου δοχείο λάδι...
- Τι το δικό σου δοχείο, δάσκαλε, τι κάτι άλλο. Δεν θα ερχόταν ξεζαλίκωτη, απάντησε.
Στενοχωρήθηκα πολύ.
Ο μπαρμπα-Θανάσης το αντιλήφθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή.
Την άλλη μέρα μου διηγήθηκε ένα ανέκδοτο, για να μη στενοχωριέμαι, όπως είπε:
«Προπολεμικά είχε έρθει στα μέρη μας ένας Γερμανός τουρίστας. Ο ίδιος ήρθε και μετά τον εμφύλιο. Στο καφενείο τον ρώτησαν, αν παρατήρησε κάποια πρόοδο στον τόπο τους κατά τη δεύτερη επίσκεψή του.
Εκείνος απάντησε:
- Ναι, είδα μια μικρή πρόοδο. Προπολεμικά είδα άντρες καβάλα στα μουλάρια και γυναίκες ζαλιγκωμένες, να ακολουθούν. Τώρα οι γυναίκες είναι πάλι φορτωμένες, αλλά πάνε μπροστά από τα μουλάρια.
Τότε κάποιος χωρατατζής είπε: «Δεν κατάλαβες καλά, καμαράτ.f Τώρα, μετά τον εμφύλιο, είναι ο τόπος γεμάτος νάρκες...»
«Αυτή ήταν και είναι ακόμα η μοίρα των γυναικών εδώ στην Ευρυτανία, δάσκαλε», είπε στο τέλος ο μπαρμπα-Θανάσης.
«Ποιος ξέρει; Αργότερα μπορεί να περπατούν κι αυτές ξεζαλίκωτες...»
Φωτογραφία δεύτερη κ. Ioannis Elatos Makkas
f καμαράτ:Σύντροφος στα γερμανικά