Γράφει η κ. Χαρά Βλαχάκη
Καλοκαίρι και η βρύση του χωριού είναι γεμάτη από κόσμο που περιμένουν με την σειρά να γεμίσουν..
Είμαι κι εγώ με την πιο μεγάλη μου αδελφή και περιμένουμε στην ουρά ...δεν θυμάμαι αν είχα βγάλει το δημοτικό ακόμα.
Μπροστά από μας είναι η αδελφή του παππού μου...άκληρη γυναίκα, τσαμπουκαλού και πολύ ιδιότροπη στον χαρακτήρα και ειδικά στην καθαριότητα ...σιχαινόταν πολύ εύκολα και το γνωρίζαμε πολύ καλά αυτό...
Το κουβεντολόι πήγαινε και ερχόταν από τις μεγαλύτερες γυναίκες...πώς θα περνούσε άλλωστε η ώρα.
Εγώ καθόμουν στην άκρη του πεζουλιού και είχα μια βέργα από κουτσπιά στα χέρια μου...πάντα πηγαίνοντας για την βρύση όταν είχαμε το γαιδούρι με τις βαρέλες κόβαμε μια βάντα από κουτσπιά ή πλατανόφυλλα και χρησιμοποιούσαμε τα φύλλα για να τυλίγουμε τα ξύλινα βουλώματα από τις βαρέλες...
Όπως καθόμουν ξέγνοιαστα την κουνούσα μέσα στα τσιμεντένια λούκια της βρύσης...
Είδα την αδελφή του παππού μου να με κοιτάζει περίεργα αλλά δεν κατάλαβα γιατί και εξακολουθούσα να αναδεύω την βέργα μου... κάποια στιγμή την ακούω να μου λέει:
-Σταμάτα βρε τρισκατάρατε να κουνάς την βάντα...
-Γιατί?...την ρώτησα γεμάτη απορία..
-Γιατί πετάγονται σταλαματιές ...
Παλαβή είναι σκέφτηκα αλλά σταμάτησα για να μην με ξαναπροσβάλει.
Μόλις έφτασε η σειρά της να γεμίσει έβαλε την παλάμη της μέσα στην πέτρινη κούπα της βρύσης και την έπλενε με δύναμη.. οι γυναίκες γνωρίζοντας την παραξενιά της δεν της μίλησε καμία...
Γέμισε και ήρθε η σειρά μας...πιάνω κι εγώ και βάζω το χέρι μου και πλένω την κούπα ..
-Γιατί την πλένεις?...τώρα την έπλυνα μου λέει νευριασμένα.
-Εσύ γιατί την έπλυνες? της λέω χωρίς να την κοιτάζω..
-Εγώ την έπλυνα γιατί ανακάτευες την βάντα και πέσανε μέσα βρώμικα νερά από τα λούκια και σιχαινόμουν..
-Κι εγώ την πλένω γιατί σιχαίνομαι το χέρι σου....οι μισές γυναίκες με κατηγορούσαν που της απάντησα έτσι και κάποιες που πιθανόν δεν την χώνευαν ..με δικαιολογούσαν πως είμαι παιδί....
Η αδελφή μου έγινε κατακόκκινη από την ντροπή της ...πάντα την έκανα να νιώθει άσχημα με την συμπεριφορά μου..αν και τώρα το θυμάται και λέει καλά της έκανα, τότε βρέθηκε σε δύσκολη θέση ..ήταν μουλα'ί'μκο παιδί όπως την έλεγαν ..δηλαδή καλό και ήσυχο ...ακριβώς το αντίθετο από μένα...
Το περίεργο ήταν πως αργότερα..πήγαινα τακτικά στο σπίτι της, με έβαζε να της γράφω και να της διαβάζω γράμματα και με εμπιστευόταν να πάω να της πάρω κρύο νερό από την βρύση....πάντα μου έλεγε.
-Μην ακουμπήσεις κάτω το παγούρι...θα το κρατάς στα χέρια σου μέχρι να γεμίσει....εγώ συμφωνούσα, σάμπως θα με έβλεπε.
Ας είναι καλά το χαρτζιλίκι που μου έδινε και οι ιστορίες που μου άρεσε να την ακούω να διηγείται!
---
Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου