Ελάτε στην παρέα μας !

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Ο ΧΑΝΤΖΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΟΥΤΣΩΚΟΣ (1912-1994) ΘΥΜΑΤΑΙ...

Ο ΧΑΝΤΖΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΟΥΤΣΩΚΟΣ (1912-1994) ΘΥΜΑΤΑΙ..
- Εγώ άνοιξα το μαγαζί το 1927... ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΤΕΜΠΛΑΣ 
 Περνούσαμαν παλιά από ’δω με τριχιές, με σανίδια, με περαταργιές.
 Δυο σχοινιά, συρμάτινα αυτά, δεμένα επάνω, το ένα άκρο από ’δω, το άλλο από πέρα. Στο μεταξύ απάνω σ’ αυτό ήταν ένα τετράγωνο, σαν μπαούλο ας υποθέσουμε. Έμπαινε μέσα ο επιβάτης που ήθελε να περάσει.
 Όταν έμπαινε μέσα, τον τράβαγε εκείνος από πέρα, και αυτό είχε κρικέλες, έτσι, πάενε ψηλά στα σύρματα. 
Βρρρ..., πέρναγε από την άλλη μεριά… 
Ύστερα φτιάξαμαν τη τέμπλα, το πράσινο γιοφύρι. 
Μέχρι που ’σπασε κι έπεσε ο τσοπάνης μέσα. Ο άνθρωπος αυτός που έπεσε μέσα, ήταν απ’ το χωριό. Μάλιστα ήταν και πεθερός μου. Φώτης Ματσούλας λέγονταν αυτός. 
Ο καιρός ήτανε Δεκέμβριος μήνας και το αυτού μη λογαριάζεις τι ήτανε… 
Από τότε άρχισαν να φωνάζουνε για το γιοφύρι. 
Έτυχε να είναι τότε και ο πατριώτης μας, ο Στράτος, που ήτανε από ’δω, απ’ το Βάλτο, απ’ την Αμφιλοχία, απ’ έξω απ’ ένα χωριό που λέγεται Λοτρό, ή Κρίκελλο σήμερα. 
Αυτό το γιοφύρι, το πέτρινο, έγινε το 1908, επί πρωθυπουργίας του Νίκου Στράτου. 
Ναι! 
Έκοψε αυτός τις πιστώσεις από το κράτος και έκανε τα δυο γιοφύρια αυτά, του Αυλακιού πέρα και τούτο. Έγινε πρώτα του Αυλακιού από το ΄5 μέχρι το ΄8, έκαναν ό,τι έκαναν εκεί, και τα καλούπια, επειδή δεν υπήρχε συγκοινωνία, τα ρίχναν μέσα στο ποτάμι, κάτω, και τα φέραν εδώ. 
Τα συμπλήρωσαν βέβαια και τα υπόλοιπα και άρχισαν το γιοφύρι εδώ το 1908…. Προχώραγαν. Οι μαστόροι αυτοί ήτανε όλοι Ηπειρώτες, από πέρα. 
Ο εργολάβος λεγόταν Κωνσταντίνος Ν. Παρίσης. 
Οι πρωτομαστόροι, Γεώργιος Σταμάτης και Βασίλειος Σούλης. 
Ηπειρώτες κι αυτοί. Κατάγονταν από ένα χωριό, δεν θυμάμαι καλά, Βύσσιανη; 
Κάπου κει πέρα να πούμε. 
Δεν το θυμάμαι, όχι… Οι εργάτες τότε που ερχόνταν από εδώ, από τα γύρα χωριά, έπαιρναν 5 λεφτά μεροκάματο. 
Όποιος έπαιρνε μια πεντάρα, ήταν το ανώτερο μεροκάματο. 
Τότε του έδιναν συγχαρητήρια οι άλλοι που έκοψε 5 λεπτά την ημέρα αυτός ο άνθρωπος. Τόσο ήταν το εργατικό… 
Στέκονταν ο εργολάβος, όταν άρχισε για να κλειδώσει τη μεγάλη καμάρα, στέκονταν ο μηχανικός με το βιβλίο στα χέρια.
 Τα λιθάρια αυτά, τα αγκωνάρια που λέμε τώρα, ήταν όλα αριθμισμένα με αριθμούς. Και κάμανε δυόμιση ημερονύχτια. Εργάζονταν με βάρδια να μη σταματήσει όσου να κλειδώσει το γιοφύρι. Διόμιση μερονύχτια και στέκονταν με το βιβλίο στα χέρια αυτός. 
Το 4… Όπ το μηχάνημα, έβανε το 4 επάνω. Το 8… Μπήκε. Το άλλο. Απάνω. Όσου κλείδωσε το γιοφύρι… Είχε φόβο βέβαια ο πρωτομάστορας αυτός, ο εργολάβος, φόβο πολύ μην αποτύχει. 
Όταν όμως κλείδωσε το γιοφύρι και βασίστηκε, τότε ήρθανε, κάλεσε τους παπάδες των γύρω χωριών, όλων εδώ, και κάνανε τελετή δύο μέρες. 
Δυο μέρες, δυο βράδια, τελετή. Σφάζανε σφάγια, ψένανε, τρώγανε, γλεντάγανε, γινόνταν πολύ πανηγυρικό κει πέρα να πούμε. Αγιασμός αυτού πέρα οι παπάδες, και, και… Έληξε αυτό, προχώρησε και το υπόλοιπο, το φτιάξανε. Τελείωσε το 1911. 
Έκανε τρία χρόνια! Δούλευαν συνέχεια. 
Βέβαια. Δεν έκοβαν. 
Εκτός μια μέρα βροχή που δεν επιτρεπόταν εργασία. 
Συνέχεια δούλευαν, βάραγαν με το κοπίδι, βάραγαν για να βάλουνε φουρνέλο, τρύπα με το λοστό. 
Αυτό το τσιμέντο που βάλανε, βάλανε κι ασβέστη βέβαια, δεν ξέρω κι εγώ τι μίγμα ήταν αυτό. 
Δεν ξέρω. 
Όχι το σημερινό τσιμέντο. Αυτό ερχόταν πιο στέρεο από το σημερινό. Πολύ πιο στέρεο… Πνίγηκε τότε κι ένας εργάτης. 
Από την Ήπειρο. Και τον θάψανε εδώ, στο νεκροταφείο του χωριού μας. Και του ’φτιαξαν πέτρινο μνημείο… 
Τέλειωσε είπαμε το γιοφύρι. 
Όταν ήλθανε από κάτω άλλοι ανώτεροι, ήλθαν να τους παραδώσει το γιοφύρι, του λένε, το κράτησες, ο Αχελώος έχει μεγάλο εδώ φέρμα, ύστερα από καιρό μπορεί να το κόψει το γιοφύρι. Τέλος, είπε κι αυτός, δεν ξέρω κι εγώ τι προφασίστηκε, το ’χω μελετήσει εγώ, το ’να, τ’ άλλο, καλά είναι.
 Τέλος πάντων. Και το παρέδωσε με 135 τόνους να περνάει απάνω, 135 τόνους βάρος! Το 1927 βέβαια ήρθε ένα μεγάλο φέρμα, το ’κοψε από το πέρα μέρος, αλλά με τις ενέργειες από ’δω των κοινοτήτων έστειλε το υπουργείο ανθρώπους, πάλαι Ηπειρώτες, και το επιδιορθώσαν όπως ακριβώς ήταν… 
Εγώ άνοιξα το μαγαζί το 1927. Από τότε καταπιάστηκα κάτω, κοντά στο γιοφύρι. Χάνι μωρέ, χάνι. Με άχυρα από πάνω. Καταλαβαίνεις. 
Με κλαδιά πλεγμένα γύρα. Καταδίκη, καταδίκη… 
Πέρναγε ο κόσμος, κουβάλαγε τότε καλαμπόκι. 
Η Ευρυτανία, όλη εκεί πέρα, ερχότανε στην Αμφιλοχία, τον Κραβασσαρά, για καλαμπόκι. 
Αυτή η αγορά έρχονταν κοντινότερα. 
Βέβαια. Ήτανε πέρασμα εδώ πέρα. 
Εμείς δεν πηγαίναμαν και τόσο συχνά προς τα ’κει. Δεν είχαμαν πολύ πάρε-δώσε με πέρα. 
Αν είχαμαν μια υπόθεση στο Καρπενήσι, τότε ναι. 
Πηγαίναμαν όμως στο μύλο. 
Ήταν ένας λιθαρόμυλος απέναντι, λίγο πιο πέρα, σ’ ένα παραπόταμο. Περνούσαν και πολλά κοπάδια πρόβατα. Σταματούσαν στο μαγαζί, κοιμόντουσαν… (* αφήγηση και ηχογράφηση: Βρουβιανά Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, 17 Οκτωβρίου 1986)

Από τη σελίδατου κ. Σπύρου Μαντά

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: