Γράφει η κ. Χαρά Βλαχάκη
Θα ήμουνα γύρω στα έξι...
Μέρες τώρα άκουγα την μάνα μου να λέει, πως μ' έχει ταμένη και θα με πάει στο ξωκκλήσι του Άη- Νικόλα .
Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό και από το μυαλουδάκι μου περνούσαν διάφορα...
Είχα ακούσει πως όταν έταζαν κάτι στο μοναστήρι του χωριού, πήγαιναν και το άφηναν εκεί ό,τι κι αν ήταν.
Αυτό ήταν και η αιτία που νόμιζα πως θα πάνε να με παρατήσουν εκεί...
Ρωτούσα την μάνα μου αν θα πάμε όλοι από το σπίτι και μου απαντούσε πως μόνο εμείς οι δυό με τον θείο μου τον Ταξιάρχη.
Αυτό μου φαινόταν ακόμη πιο ύποπτο....γιατί άραγε παίρνει και τον αδελφό της μαζί; μήπως φοβάται μην το σκάσω για να με πιάσει; και γιατί δεν παίρνουν άλλον από το σπίτι; μήπως να μην ξέρουν που θα μ' αφήσουν;
Και που να είναι άραγε αυτός ο Άη Νικόλας; ....θα μπορέσω να βρω το δρόμο να γυρίσω;
Της είπα βαριέμαι δεν θέλω να πάω και μου είπε είναι αμαρτία αφού με έταξε πρέπει να πάμε.
Μήπως έχουν πολλά παιδιά κι εμένα επειδή είμαι λίγο ζωηρό δεν με θέλουν και θα με κλείσουν εκεί να γλυτώσουν;
Με θυμάμαι να πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς μου και να προσπαθώ να μάθω πληροφορίες που είναι αυτή η εκκλησία, πόση ώρα είναι από το σπίτι, από που πάνε εκεί και άλλα τέτοια που ερχόταν στο κεφαλάκι μου και που ήλπιζα θα με βοηθούσαν να βρω το δρόμο να γυρίσω πίσω...
Μου άρεσε που δεν ήταν πολύ μακριά, περίπου μια ώρα και λίγο από το χωριό..αυτό που με στεναχωρούσε ήταν πως άνοιγε μια φορά τον χρόνο ... άρα αν με έκλειναν εκεί σε ένα χρόνο θα άνοιγαν να ξαναβγώ...
'Έπεφτα για ύπνο και έκλαιγα σιωπηλά να μην μ' ακούσουν και καταλάβουν ότι υποψιάστηκα πως θα με παρατήσουν εκεί που με έταξαν και λάβω τα μέτρα μου.
Ήξεραν πως αν και μια σταλιά ήμουν ικανή να κρυφτώ και να μην με βρουν....
Την παραμονή το βράδυ κοίταζα λυπημένη τ΄αδέρφια μου (όσα ήταν τότε γεννημένα) , ...νόμιζα η μάνα μου πως μου έλεγε ψέματα, πώς τάχα θα πάμε να προσκυνήσουμε και θα γυρίσουμε σπίτι...την μισούσα και αν μπορούσα να της κάνω κακό θα της το έκανα ευχαρίστως...
Την παραμονή το βράδυ κοίταζα λυπημένη τ΄αδέρφια μου (όσα ήταν τότε γεννημένα) , ...νόμιζα η μάνα μου πως μου έλεγε ψέματα, πώς τάχα θα πάμε να προσκυνήσουμε και θα γυρίσουμε σπίτι...την μισούσα και αν μπορούσα να της κάνω κακό θα της το έκανα ευχαρίστως...
Κοίταζα το σπίτι, τον πατέρα μου θυμωμένη που δεν με λυπόταν κι άφηνε την μάνα μου να με κλείσει στο ξωκκλήσι..
Είπα νυστάζω κι έπεσα νωρίς για ύπνο...μαύρο ύπνο...όλο σκεφτόμουν τι θα κάνω...θα κάνω πως κοιμάμαι και μόλις κοιμηθούν θα βγώ έξω....θα κρυφτώ κοντά στο σπίτι και μόλις φέξει θα πάω να κρυφτώ μακριά και θα γυρίσω αργά το βράδυ...
Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω...
Το πρωί ξύπνησα από τις φωνές τις μάνας μου....ωχ σκέφτηκα με πήρε ο ύπνος να δω τώρα τι θα κάνω να γλιτώσω....
Με ετοίμασε, με πήρε από το χέρι και ξεκινήσαμε για το σπίτι της γιαγιάς που περίμενε ο θείος μου να πάμε μαζί..
Γύρισα και κοίταξα το σπίτι μου σίγουρη πως θα με παρατούσαν εκεί που θα με πήγαιναν και μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα....όμως αν και μικρή σφιγγόμουν μην με καταλάβουν....τάχα πως δεν ήξερα τι θα με κάνουν..
Σε μια στιγμή βλέπω την μάνα μου ξυπόλυτη...α την πονηρή!
δεν έβαλε παπούτσια για να πει τάχα πως είμαστε φτωχοί και γι αυτό θα με αφήσει εκεί... με την πρώτη ευκαιρία θα το βάλω στα πόδια ..
Σε όλο τον δρόμο παρακαλούσα την Παναγία να μην με αφήσουν εκεί και πως θα γίνω καλό παιδάκι...
δεν έβαλε παπούτσια για να πει τάχα πως είμαστε φτωχοί και γι αυτό θα με αφήσει εκεί... με την πρώτη ευκαιρία θα το βάλω στα πόδια ..
Σε όλο τον δρόμο παρακαλούσα την Παναγία να μην με αφήσουν εκεί και πως θα γίνω καλό παιδάκι...
Τον πιο πολύ δρόμο ο θείος μου με κουβαλούσε στην πλάτη...μόλις θα με άφηνε κάτω θα έτρεχα με όλη μου την δύναμη.
Και να που στο δρόμο προλάβαμε κι άλλους χωριανούς..άρχισα λίγο να γαληνεύω και να μην καταστρώνω σχέδια πως θα φύγω...αφού θα είναι κι άλλοι χωριανοί θα φωνάξω άμα με κλείνουν με το ζόρι μέσα και ίσως αυτοί να πούνε είμαι κρίμα μην με αφήσουν κι άμα μεγαλώσω λιγάκι με ξαναφέρνουν....μέχρι τότε έχουμε καιρό.
Τελικά φτάσαμε...πολύς ο κόσμος !
Η καρδιά μου πήγε στην θέση της.
Μπήκαμε, προσκυνήσαμε και μόλις τελείωσε η λειτουργία βγήκαμε έξω.. η μάνα μου φόρεσε τα παπούτσια της...αυτό μου άρεσε...άρα δεν ήταν ο λόγος που φανταζόμουν ότι δεν τα φορούσε.
Όμως εγώ ακόμη δεν ησύχαζα... υποψιασμένη κοίταζα γύρω-γύρω να δω που θα μπορούσαν να με αφήσουν και δεν έβλεπα τίποτα ύποπτο...
Βρε λες να μου έλεγαν την αλήθεια και τζάμπα κόντεψα να σκάσω από την στεναχώρια μου;
Σε λίγο άρχισε το γλέντι...ο θείος μου πήγε και μου πήρε ένα γλυφιτζούρι από τον μπάρμπα Γιάννη...ανταλλαγές ευχών μεταξύ χωριανών..και καθόλου προσοχή σε μένα μην το σκάσω...άρα όλα καλά!
Αν ήταν κάτι ύποπτο η μάνα μου θα με κρατούσε από το χέρι σαν τανάλια μην φύγω...
Αν ήταν κάτι ύποπτο η μάνα μου θα με κρατούσε από το χέρι σαν τανάλια μην φύγω...
Απόλαυσα το γλυφιτζούρι με την ησυχία μου....αν και μικρό παιδάκι έκανα τον σταυρό μου ευχαριστώντας τον Άη Νικόλα και την Παναγία που δεν με άφησαν εκεί!
Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου