Γράφει ο κ. Νάκος Κορδονούρης
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα.
•••••
Ήδη από τα παλαιότερα χρόνια, η χαρτοπαιξία επί χρήμασι απαγορευόταν ρητώς και προβλέπονταν αυστηρές ποινές.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που έπιανε η αστυνομία χαρτοπαίχτες να παίζουν στο πίσω μέρος του καφενείου παράνομα παιχνίδια να τους οδηγούν στο Τμήμα κι από εκεί στο Δικαστήριο στο αυτόφωρο.
Εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχε ηλεκτρονικός τζόγος, ούτε ΠΡΟ-ΠΟ προκειμένου ο στοιχηματίζων πληθυσμός να εκτονώνει το πάθος του.
Αργότερα δόθηκε αυτή η δυνατότητα...αιμοδοτώντας έτσι τα κρατικά ταμεία...με «ότι προαιρείται έκαστος»
Οι καφετζήδες όταν διοργάνωναν παιχνίδι. .έστω και στο πίσω μέρος του καφενείου, στην «καβάτζα» που λέμε. .πάντα το έκαναν με προφυλάξεις..με τσιλιαδόρο...προκειμένου οι παίχτες να αυτοσυγκεντρώνονται απερίσπαστοι επί το έργον...
Ο ΤΣΙΛΙΑΔΟΡΟΣ ήταν συνήθως άνθρωπος του συναφιού... πρώην χαρτοπαίχτης και νυν μπατήρης κι άφραγκος, ο οποίος εξήλθε του παιχνιδιού...λόγω...παρατεταμένης γκίνιας και φτώχεψης.
Τσιμπάει το χαρτζιλίκι του.. ποτάκι ανελλιπώς.. (δωρεά του καταστήματος)..ακουμπισμένο στο παράθυρο..έξωθεν του καφενείου...
Παλτουδιά μπόλικη μέχρι το σκαρπίνι..ανασηκωμένος γιακάς λόγω ψύχρας..καπελάκι μόρτικο αλλά κόζα-νόστρα...και τσιγάρο διαρκώς..κοσμώντας έτσι με τα αιωρίζοντα ντουμανάκια καπνού την περιβάλλουσα ατμόσφαιρα...
Το μάτι ολονυχτίς γαρίδα..μην μας την πέσουν οι "μπάτσοι"...
Το καταλάβαινες το πρωί ότι εργαζόταν, βλέποντας στολισμένο το πεζοδρόμιο με καμιά πενηνταριά πατημένα αποτσίγαρα..στην εμβέλεια της κοντόβολτάς του.
Αρκετές φορές το παιχνίδι γινόταν σε σπίτι...κάποιου εκ των συμμετεχόντων.
Είτε για λόγους φόβου και άρνησης του καφετζή να το διοργανώσει.
Είτε για λόγους αποφυγής «γκανιότας» (δικαίωμα του καταστήματος επί του στοιχηματιζόμενου ποσού).
Σ'αυτήν την περίπτωση, αποφεύγουν και τον τσιλιαδόρο, που θεωρητικά δεν χρειάζεται.
Έλα όμως που τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι.
•••••••
Εκείνο τον καιρό..για κάποιες ημέρες συνεχόμενα..μαζεύονταν κι' έκαναν ολονύχτιο παιχνίδι, (κούκο, πόκα) τέσσερις πέντε χωριανοί μου στο σπίτι του μπάρμπα Κώστα.
Κάποια νοικοκυρά (σύζυγος χασούρη), που έβλεπε τον προκομμένο της να γυρίζει πικραμένος και ταπί τα ξημερώματα..κι ο καλοκαιρινός κόπος... τα χιλιάρικα από τ'αρνιά και το γουρούνι που είχαν πουλήσει.. να γίνονται μέρα με την ημέρα φύλλο και φτερό..το σφύριξε στους χωροφυλάκους.
Εκείνοι άλλο που δεν ήθελαν, να βγάλουνε "δουλειά"....
Κινήσανε από το διπλανό χωριό που ήταν ο σταθμός της χωροφυλακής...τσούκου-τσούκου ποδαρόδρομο, δυο χωροφύλακες κι ο νοματάρχης τρεις, μέσα στη νύχτα φτάσανε.
Αφού η δουλειά ήτανε μιλημένη. .καρφί για το σπίτι του μπάρμπα Κώστα.
Έίδανε φως μέσα..
Έστησαν αφτί για λίγο..
Άκουσαν τις ενοχοποιητικές λέξεις για να ...κουμπώσουν την δουλειά...πάσο, ρέστα, δικαίωμα κ.λ.π. Πάτησαν το ζεμπερέκι... κι η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
-Ακίνητοι όλοι! τα λεφτά πάνω στο τραπέζι!
-Καλώς τον κυρ Αστυνόμο! Έλα κυρ Αστυνόμε κερνάμε καφέ..δηλωτή παίζουμε...
-Δηλωτή στις τέσσερις τα ξημερώματα; Τι παίζετε τα λουκούμια;....
Καθόντουσαν οι τέσσερις σε καρέκλες κι ο Μπάμπης ελλείψει πέμπτης καρέκλας.. επάνω σ'ένα βαρέλι με τυρί.
Αφού μάζεψε και κατέγραψε τα χρήματα όλων των παιχτών ο νοματάρχης...τους λέει:
Τα καθίσματά σας ανά χείρας... Ο σπιτονοικοκύρης το τραπέζι..και όλοι μαζί στο Τμήμα.
Ο νόμος λέει.. ότι ο πάσης φύσεως τεχνικός εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση των αδικημάτων του Νόμου (περί παιχνίων) κατάσχονται και μετά την έκδοση αμετάκλητης ποινικής απόφασης δημεύονται.
Ο Μπάμπης που καθόταν επάνω στο βαρέλι με το τυρί..ρωτάει..
-Κυρ Αστυνόμε, εγώ να πάρω την καρέκλα του μπάρμπα Κώστα;
-Όχι! Θα πάρεις το κάθισμα το δικό σου.
-Μα καθόμουν στο βαρέλι με το τυρί...
-Θα πάρεις το βαρέλι με το τυρί!
-Ωχ! το βαρέλι με τυρί; είναι βαρύ! να πάω να φέρω το γαϊδούρι να το φορτώσω;
-Είπα πάρε το βαρέλι στην πλάτη και ξεκίνα!
Οπότε ξεκίνησαν όλοι μαζί για την Αστυνομία, που ήταν στο διπλανό χωριό, γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα απόσταση.
Ο μπάρμπα Κώστας με το τραπέζι στην πλάτη, οι τρεις με τις καρέκλες, ο Μπάμπης με το βαρέλι γεμάτο... σαράντα κιλά τυρί κι' από κοντά οι χωροφύλακες.
Φτάσανε εξουθενωμένοι στο Τμήμα.
Τα ξημερώματα στο αυτόφωρο.
Εννοείται ότι, μετά το δικαστήριο, το τυρί παρέμεινε "λάφυρο" στην Αστυνομία, προς θρέψιν των χωροφυλάκων.
Πέρασαν χρόνια...την ποινή την ξεχάσανε γρήγορα..
Εκείνο που θυμόταν για χρόνια ο Μπάμπης..δεν ήταν η ποινή που έφαγε, αλλά το ξεθέωμα με το κουβάλημα του βαρελιού. Ο μπάρμπα Κώστας βέβαια έκλαιγε το τυρί... Κι εμείς μετά από πενήντα χρόνια...αυτός είναι ο λόγος που το διηγούμαστε ακόμα...το κουβάλημα του βαρελιού...
ΝΑΚΟΣ ΚΟΡΔΟΝΟΥΡΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου