Ελάτε στην παρέα μας !

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Ο Άγιος Βασίλης ...το βλογημένο μαντρί!

Γράφει ο κ.     Γιώργος Μπούκας  ( Γιώργος Μπούκας )

 Ξέρω! Δεν διαβάζονται εύκολα τα μεγάλα κείμενα. 

Μου το λένε πολλοί φίλοι. Είναι μακροσκελή αυτά που δημοσιεύεις. Δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε. Κι εγώ όταν βλέπω ένα μεγάλο κείμενο, για να το διαβάσω πρέπει να με συναρπάσει από την πρώτη στιγμή. 

Με την ευκαιρία των εορτών όμως, έχουμε περισσότερο χρόνο, και ίσως διαβαστεί το παρακάτω κείμενο του μεγάλου νεοέλληνα ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, με τίτλο : το βλογημένο μαντρί! '' 
Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι΄ από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες, για να δεί ποιός θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. 
Μιά χρονιά λοιπόν πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα πόδια του και μ΄ ένα ταγάρι στον ώμο του. Γι΄αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ΄ ανοίγανε την πόρτα. 
Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ΄ όλο που αυτός δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε. 
Αφού πέρασε από χώρες πολλές και από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφτασε στα ελληνικά τα μέρη, που είναι φτωχός κόσμος.

Απ΄ όλα τα χωριά, πρόκρινε τα πιό φτωχά και τράβηξε κατά κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόταν κάτι καλύβια, πεινασμένη φτωχολογιά. 
Αφού περπάτηξε κάμποσο, είδε ένα μαντρί, κολλημένο στα βράχια. Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε: '' Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι΄ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!''. 

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια, και δίχως να δεί καλά καλά ποιός χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα: ''Πέρασε μέσα στο άρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!'' 
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικος, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα. Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. 
Ο Γιάννης φώναξε τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονών κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι΄εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα και είπε: Κόπιασε παππού να ξεκουραστείς! 
Ο άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι και είπε: Βλογημένοι να είσαστε τέκνα μου , κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν. Η ειρήνη του Χριστού μας, να είναι μαζί σας!. 
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά. Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Και όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε και έπινε και κοιμότανε. Κι΄αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. 
Γι αυτό κι΄ ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του! 
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι άνθρωποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου. 
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον γέροντα: ''Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν΄ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησιά κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω.'' 
Ήρθαν τα μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. 
Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή και έκανε το σταυρό του, τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλάδα και είπε: Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων! 
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της. Κι ο γέροντας είπε το Θεός Κύριος... και το απολυτίκιο της περιτομής ''Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες...'' χωρίς να πει και το δικό του απολυτίκιο που λέει ''Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου....'' 
Έψελνε γλυκά και ταπεινά, και ο Γιάννης και η Γιάνναινα, τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Και είπε ο άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής, '' Δεύτε λαοί άσωμεν....'' χωρίς να πεί το δικό του κανόνα '' Σου την φωνήν έδει παρείναι Βασίλειε....'' Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία και έκανε απόλυση. 
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, και ύστερα έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. 
Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι τη σταύρωσε και είπε: Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Κι έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: του Χριστού, έκοψε το δεύτερο και είπε: της Παναγίας, κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: του Αγίου Βασιλείου, αλλά είπε: του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου! 
Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει: Γέροντα ξέχασες τον Αι Βασίλη! Του λέει ο άγιος: Αλήθεια τον ξέχασα! 
Κι έκοψε ένα κομμάτι και είπε: Του δούλου του Θεού Βασιλείου. Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: της νοικοκυράς, του μωρού, του σπιτιού, των ζωντανών, των φτωχών. Λέγει πάλι ο Γιάννης: Γέροντα γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου; 
Του λέει ο άγιος: Έκοψα ευλογημένε! 
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος! Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους, πριν κοιμηθούνε. 
Ο άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε τη δική του ευχή, που λέγει ο παπάς στη λειτουργία: Κύριε ο Θεός μου, οίδα (γνωρίζω- ξέρω) ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου..... 
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης: Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να έχουνε; 
Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε! 
Ο άγιος Βασίλης δάκρυσε. 
Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή του, αλλιώτικα τώρα: ''Κύριε ο Θεός μου, οίδας (ξέρεις-γνωρίζεις) ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς, εστίν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών..'' 

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.! 

ΥΓ. Ο ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ είναι από τους μεγαλύτερους νεοέλληνες συγγραφείς και σπουδαίος αγιογράφος. Γεννήθηκε στο Αιβαλί της Μικράς Ασίας το 1895 και πέθανε στην Αθήνα το 1965. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο θαυμάσιο μοναστήρι του αγίου Εφραίμ, στη Νέα Μάκρη. Βρίσκονται σε ένα μικρό εκκλησάκι, δίπλα από το καθολικό της μονής. Όσοι μπορούμε και επιθυμούμε, ας επισκευφθούμε το άγιο αυτό μοναστήρι. Και χάρη θα πάρουμε από τον μάρτυρα άγιο Εφραίμ και ευλογία και χαρά από τον κυρ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: